κολουσίτης

κολουσίτης
ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού χαλκού και τού αρσενικού, που περιέχει επίσης βανάδιο, τελλούριο, σίδηρο και κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colusite < τόπων. Colusa (τής Καλιφόρνιας), που είναι η τυπική τοποθεσία εμφάνισης τού ορυκτού αυτού, + -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”